-
1 ὑπο-σκελίζω
ὑπο-σκελίζω, Jem. das Bein unterschlagen u. ihn zu Boden werfen; καὶ ἀνατρέπω Plat. Euthyd. 278 b; ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, Dem. 58, 8; ἴδ' ὡς ὁ πρέσβυς ἐκ μέϑης Ἀνακρέων ὑπεσκέλισται Leon. Tar. 38 ( Plan. 307); übertr. betrügen, überlisten, καὶ συκοφαντεῖν Dem. 18, 138; Luc. gymn. 1.
-
2 μέθη
μέθη, ἡ, eigtl. übermäßiges Trinken, σίτων καὶ μέϑης πλησϑέν Plat. Rep. IX, 571 c; ἀνὴρ ὑπερπλησϑεὶς μέϑης Soph. O. R. 779; μέϑῃ βρεχϑείς Eur. El. 326; gew. Trunken heit, Rausch, καλῶς ἔχοντες μέϑης, Her. 5, 20; καὶ πολυοινία, Plat. Legg. II, 666 b; μανδραγόρᾳ ἢ μέϑῃ ξυμποδίσαντες, Rep. VI, 488 c; πίνειν εἰς μέϑην, Legg. VI, 775 b; übertr., κἂν δειλὸς ὢν ἐν τοῖς δεινοῖς ὑπὸ μέϑης τοῦ φόβου ναυτιᾷ, I, 639 b; auch im plur., Phaedr. 238 a; ὁ τὸν ϑεσμοϑέτην πατάξας τρεῖς εἶχε προφάσεις, μέϑην, ἔρωτα, ἄγνοιαν, Dem. 21, 38; ἀπὸ μέϑης, in Folge des Rausches, Ath. X, 434 b. – Bei Empedocl. 46 übh. = Begeisterung.
-
3 βαρύς
βαρύς, εῖα, ύ, 1) schwer von Gewicht, lastend, καὶ γεώδης Plat. Phaed. 81 a. Ggstz κοῠφος Phil. 14 d u. öfter; von Schwerbewaffneten, βαρύτερος ὁπλίτης Legg. VIII, 833 b; τὸ βαρύτατον τοῦ στρατεύματος Xen. Cyr. 5, 3, 37, die ϑωρακοφόροι; τὰ βαρέα τῶν ὅπλων, = ὁπλῖται, Pol. 1, 76 u. öfter; βαρεῖα δύναμις Plut. Marc. 6; τὰ ἐν βαρέσιν ὅπλοις D. Sic. 19, 19. Aber ἀνὴρ βαρύς Nic. Al. 401 ein starker Mann; s. nachher χεῖρες. – 2) vom Tone u. von der Stimme, stark, heftig, tief, φϑόγγον Od. 9, 257; oft bei Plat. u. Folgenden; Gegensatz ὀξύς Conv. 187 b; Phil. 26 b; βαρυτάτη χορδή, die tiefste Saite, Phaedr. 268 d. Vgl. βαρὺ βρύχημα λέοντος Archi. 27 ( App. 94); αὐλὸς ἐνυαλίου Tymn. 1 (VI, 151); βαρὺ μυκᾶν u. βαρὺς ἀκοῆς ψόφος, von den Pauken, Diosc. 11 (VI, 220). Bei den Gramm. βαρεῖα, sc. προσῳδία, accentus gravis; so schon Plat. συλλαβή Crat. 399 b. – 3) schwer von etwas belastet, σὺν γήρᾳ Soph. O. R. 637; ἐν γήρᾳ Ai. 996; ὑπὸ γήρως Ael. V. H. 9, 1; vgl. Theocr. 24, 100; νόσῳ Soph. Tr. 234; βάσις 962; so bes. Sp., ὑπὸ μέϑης Plut.; ἐκ τοῖν σκελοῖν Luc. Tim. 26. Von Speisen, schwer zu verdauen, Ath. III, 116 e; vgl. Xen. Cyn. 7, 4. Uebertr. – 4) wie χεὶρ βαρεῖα, Il. 1, 219, zunächst die starke, kräftige Hand ist, so οὔ τις σοὶ βαρείας χεῖρας ἐποίσει 1, 89 schwer, feindselig; so oft im üblen Sinne, lästig, beschwerlich, ἄτη 2, 111; ἔρις 20, 55; κακότης 10, 71; ὀδύναι 5, 417; ϑανάτοιο βαρείας κῆρας Iliad. 21, 548; κλῶϑες, Parzen, Od. 7, 197; vgl. βαρὺ στενάχειν Odyss. 8, 95, βαρέα στενάχειν 10, 76. So Pind. πένϑος Ol. 2, 75; δουλία P. 1. 75; νεῖκος N. 6, 52; νόσος P. 5, 63; Soph. Phil. 1314; Tragg. τύχαι, Aesch. Spt. 314; συμφορά Pers. 1001; Soph. Tr. 743; χολὴ δαίμονος Aesch. Ag. 1660; Ζηνὸς κότος 342; μῆνις Soph. O. C. 1330; ὀργή Phil. 368; ϑυμός Theocr. 1, 96; φάτις Soph. Phil. 1034 u. sonst; sp. D., z. B. ἡλίου ϑάλπος Diosc. 12 (VI, 290); νόημα Damaget. 5 (VII, 9). Prosa, ὀδμή Her. 6, 119; ζημία, ἔχϑραι Plat. Legg. XI, 926 d 935 a; βαρὺς εἶναι τοῖς συνοῠσι, beschwerlich, Theaet. 210 c; Folgde; βαρὺ τὸ χωρίον Xen. Mem. 3, 6, 12; πόλεμος Dem. 18, 241; πρόςταγμα Pol. 1, 31. Dah. βαρέως φέρειν, moleste ferre. συμφοράς Plat. Menex. 248 c; βαρύτατα φέρειν Crit. 43 c, sich gekränkt fühlen; Sp.; βαρέως ἀκούειν. ungern hören, Xen. An. 2, 1, 9; βαρέως ἔχω πρός τι, etwas ist mir unangenehm, Arist. pol. 5, 8, 11. Seltener – 5) bes. Sp., viel vermögend, einflußreich, mächtig, βαρεῖς καὶ φοβεροὶ γείτονες Pol. 1, 10; δύναμις πολυτελὴς καὶ β. 2, 23; χείρ, πόλις u. ä., D. Sic.
-
4 κατα-βαπτίζω
κατα-βαπτίζω, untertauchen, im Wasser ersticken, ersäufen, Sp., auch übertr., ὑπὸ μέϑης, λύπης καταβαπτίζεσϑαι, τὸν νοῦν καταβαπτισϑείς, Eumath.
-
5 δια-χέω
δια-χέω (s. χέω; διαχῠσαι Xen. Mem. 4, 3, 8, l. d.), eigentl. = aus einander gießen, ausgießen; sodann überhaupt = zertheilen, zerlegen, auflösen. Bei Homer viermal, in der Form διέχευαν, vom Zerlegen der geschlachteten Thiere, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 30 διέχευαν διεμέρισαν: Iliad. 7, 316 Odyss. 3, 456. 14, 427. 19, 421. – Hinübergießen, Herodot. 6. 119 ἐκ δὲ ταύτης ἐς ἄλλο διαχεόμενον; übh. Ggstz von πηγνύναι, Plat. Tim. 46 d; vgl. τὰ συγκεκριμένα βίᾳ διαχεῖν Phil. 46 e; in mannichfachen Uebertragungen, vom Zertheilen einer Geschwulst, Medic.; vom Schmelzen des Schnees, Xen. Cyn. 8, 1; vom Schmelzen des Erzes, Pausan. 9, 41, 1; bei Theophr. = kechen; νῆα διέχευαν ἄελλαι Ap Rh. 3, 320; pass, von Todten, in Verwesung übergehen, aufgelöst werden, Her. 3, 16; übertr., βουλεύματα διαχέαι, vereiteln, 8, 57; wie D. Hal. 3, 6; χῶμα ἐπὶ πολὺ διαχεῖται, fällt weit auseinander, Thuc. 2, 75; auch von Soldaten, Xen. Hell. 7, 4, 34; σώματα ὑπὸ μέϑης διακεχυμένα Plat. Legg. VI, 775 c; auch εὐφραινό– μενος διαχεῖται, wird zerstreut, aufgeheitert, Plat. Conv. 206 d; διαχεῖται im Ggstz von αὐστηρὸς ὤν D. L. 7, 26; το πικρὸν λόγοις διαχέουσι καὶ ἐκπραΰνουσι Plut. ad. et am. discr. E.; διακεχυμένους τοῖς προσώποις, mit heiterem Gesicht, Plut. Cat. min. 1; Pomp. 57; Aex. 19 auch διακεχυμέ νῳ προσώπῳ; vgl. Pol. 8, 29, 4; Luc. Conv. 18.
-
6 βδελυρία
βδελυρία, ἡ, Scheußlichkeit, Schamlosigkeit, Andoc. 1. 122; Is. 6, 42; καὶ ἀδικία Ath. VI, 260 e; Unkeuschheit, ὑπὸ μέϑης καὶ βδελυρίας κακῶς καὶ αἰσχρῶς διακείμενος τὸ σῶμα Aesch. 1, 26; vgl. Theophr. Char. 11.
-
7 ἀλλοιόω
ἀλλοιόω, verändern, z. B. Plat. neben μεταβάλλειν Rep. II, 381 b; Polyb. öfter; viel häufiger pass., verändert werden, ἄλλην τινὰ ἀλλοίωσιν ἀλλοιοῠσϑαι Plat. Theaet. 181 d, eine andere Veränderung erleiden; ἠλλοίωντο τὰς γνώμας Thuc. 2, 59; vgl. Pol. 3, 103, 6; mit dem gen., ἀλλοιοῠσϑαι ἑαυτοῠ Parm. 139 a; vgl. ἀλλοῖος; Xen. ἀλλοιοῠταί τι τῆς καλῆς παρασκευῆς, es ändert sich etwas an der schönen Rüstung, zum schlechten, Cyr. 3, 3, 9; ἠλλοιωμένης Eur. Suppl. 968, verwandelt; Plat. Rep. II. 381 d; ὑπὸ μέϑης, berauscht, Pol. 8, 29, 5; Sp., wie Dio C., = alienare.
См. также в других словарях:
μέθη — η (ΑM μέθη) 1. η υπερβολική κατανάλωση κρασιού («καλῶς ἔχοντας ὑμέας ὁρέω μέθης», Ηρόδ.) 2. (κατ επέκτ.) η ψυχική και διανοητική διαταραχή η οποία προέρχεται από υπερβολική κατανάλωση οίνου ή άλλων οινοπνευματωδών ποτών, μεθύσι, ζάλη 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
μεθυστάς — μεθυστάς, άδος, ἡ (Α) 1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει 2. (κατά τον Ησύχ.) «μεθυστάδες, ὡς οἰνόπληγες μεθυστάδες γάμων μεθύουσαι καὶ εἰς γάμους συνιοῡσαι, οἷον τὸ παρθένους λέγεσθαι ἀπέβαλον, ἢ αἱ βαρυνθεῑσαι ὑπὸ μέθης οὐκέτι παρθένοι ἦσαν».… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
ιερώνυμος — I (Στριδώνα Δαλματίας 347 – Βηθλεέμ 420 μ.Χ.). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης και Δυτ. Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, προστάτης των μεταφραστών. Ήταν σύγχρονος του Αυγουστίνου και του Αμβροσίου και φίλος του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του Γρηγορίου… … Dictionary of Greek
καταλογισμός — (Νομ.). Η κρίση ότι ένα γεγονός το οποίο ενέχει στοιχεία αξιόποινου αδικήματος μπορεί να αποδοθεί σε ένα πρόσωπο, από την ενέργεια ή την παράλειψη του οποίου προήλθε. Γενικά, κάθε άνθρωπος που έχει συμπληρώσει το 12ο έτος της ηλικίας του… … Dictionary of Greek